10 π.μ. ακούω κορναρίσματα και σφυρίγματα. Δεν δείνω σημασία. Ξανά τα ίδια. Βγαίνω στην εξώπορτα. Ένα χέρι μέσα από ένα αυτοκίνητο με καλεί κοντά του. Είναι ο ταχυδρόμος.
-Τι θες;
-φιιιουυυ (σφύριγμα)
-Τι θες ρε πάλι; Τα πέταγες τα γράμματα στις λάσπες, σου έβαλα γραμματοκιβώτιο. Ήταν ψηλά και δεν το έφτανες χωρίς να βγεις από το αυτοκίνητο, συνεχίζεις να τα πετάς, το ξήλωσα και το έφτιαξα στα μέτρα σου. ΤΙ ΘΕΣ; ΡΙΞΤΟ ΜΕΣΑ.
-φιιιουυυ και γνέμα
Πλησιάζω, έχοντας στο μυαλό μου πουλάκια και πεταλουδίτσες.
-άιντι γλήγουρα έχουμι κι άλλις δλιές όχι μόνο ισένα (με παρατήρησε)
-Γαμώ το δημόσιό σου
-Βάλει υπουγραφή
-Που;
-Δεν γλέπς; Εκεί που’ναι οι άλλις.
-Είναι άλλη στο όνομά μου.
-Κι τι σ’φταίου εγώ που ου άλλους τν έβαλι μεγαλύτερη.
Υπογράφω,παίρνω το συστημένο το ανοίγω.
ΑΝΑΚΛΗΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗΣ-ΥΠΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΗ ΤΟΥ ΟΑΕΕ (κοινώς ΤΕΒΕ)
Αρπάζω τους φακέλους με όλα τα Ε και τα βιβλιάρια του ΤΕΒΕ, καβαλάω το όχημα και βουρ στην πόλη για τα γραφεία του ΤΕΒΕ. (αχ αυτή η πόλη, το λίκνο της αντιπαροχής και του δημοσίου υπαλλήλου)
11 π.μ φθάνω στο ΤΕΒΕ, μπαίνω στα γραφεία.
-Καλημέρα, έχω ένα θέμα με την ανάκληση της απόφασης για την απαλλαγή μου από το ταμείο σας.
-Σε όλους το στείλαμε.
-Και τι γίνεται τώρα; Με στέλνετε να ασφαλιστώ στον ΟΓΑ και θέλω 1 μήνα ακόμη γαι να έχω δικαίωμα ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης. Τώρα, από ότι καταλαβαίνω, θα με βάλετε να ξαναασφαλιστώ στο ΤΕΒΕ και να περιμένω ένα εξάμηνο ακόμη για να έχω ασφάλεια.
-Δεν ξέρω εγώ από αυτά,ρώτα τις κυρίες απέναντι.
-Μάλιστα. Πάω στις κυρίες.
-Καλημέρα σας,. θέλω να....
-Περιμένετε έχουμε δουλειά.
-Μάλιστα.
Η μία έπινε καφέ και έτρωγε το κουλουράκι της, κάνοντας ότι διαβάζει διάφορα έγγραφα και έχοντας γεμίσει με σουσάμι το σύμπαν. Η άλλη, 50φεύγα , καθόταν πλάγια στο γραφείο της σταυροπόδι, με μίνι τζίν φούστα που φαινόταν μόνο οι ωοθήκες της και τσιμπούσε μια μια τις σταφίδες από το σταφιδόψωμο με τα ξεβαμμένα νύχια της. Μετά από δέκα λεπτά,αυτή με το σουσάμι μου λέει
-Περίμενε λίγο πιο πέρα. Μην στέκεσαι πάνω από το κεφάλι μου.
-Μάλιστα.
Αφού πήγα λίγο παραπέρα, αρχίζουν την κουβέντα.
-Που λες Νίτσα, χθες έβλεπα ένα ντουκιμαντέρ στουν σκάι.
-χμμμ ( η Νίτσα)
-Που λες ήταν με κάτ φίδιααα, τι να σ’λέου!!
-Ούιι γιέ μ (η Νίτσα)
-Κι ήταν ένας μεγάλους βόας που πήγινει να βρεί να φάει..
-Σκάσι μουρή, εγώ δεν τα βλέπου αυτά, σκιάζουμι.
-Κι πήγι κοντά σι ένα μιγάλο πουντίκ, και χάααααπ τό ΄φαγι.....
-σκάση μουρή..
-Κι ξέρς πως έκανι του πουντίκ;
-Πως;
-Κχχχχχ (συγνώμη φίλε αναγνώστη, αλλά είναι πέραν των δυνατοτήτων μου να οπτικοποιήσω αυτόν τον ήχο. Ούτε ο Τζορτζ Λούκας θα το κατάφερνε)
Τα νεύρα μου είχαν γίνει τσατάλια, τα μάτια μου κόκκινα και κόντευαν να πεταχτούν από τις κόγχες. Προσπαθούσα να σκεφτώ κάτι να ηρεμήσω. Σκέφτηκα πως αυτοί εκεί στο BBC πρέπει να είναι πολύ προκομμένοι άνθρωποι, γιατί συμπυκνώνουν τις κινηματογραφήσεις μηνών ή και χρόνων σε ένα μισάωρο ντοκιμαντέρ και αυτές οι δυο έχουν ξεπεράσει την μια ώρα.
Αυτές οι δυο; Δεν είχα προλάβει να συνέλθω και βλέπω την Νίτσα να έχει φύγει για να προλάβει να ψωνίσει και η άλλη εξαφανισμένη.
Πλήρης απόγνωση. Είναι αυτή η στιγμή που είτε σκοτώσεις κάποιον, είτε κλάσεις είναι το ίδιο και το αυτό.
Πλησίασα την έξοδο με σκυμμένο το κεφάλι.
Και έφυγα.
Ηττημένος.
15 Ιανουαρίου 2010 στις 9:04 μ.μ.
Μπα που να τους σπάσει η ανάρτηση στο πρώτο κομποκλίτσι!
( την έμαθα πρόσφατα και πολύ ζαχάρωσα που κόλλησε )
Να πας τη Δευτέρα και να τους πας πεσκέσι το φιδάκι το Διαμαντή. Από του Σκάι πες τους, που είναι τόσο φανατικές.