Μια φορά και έναν καιρό, τις ημέρες του πάσχα ένα τρομερό κακό είχε βρει ένα νησί που το έλεγαν βΥδρα. Τα είχε πάρει στο κρανίο ο καλός θεούλης, από τα σούργελα που μαζεύτηκαν στο νησί αυτές τις άγιες μέρες. Και έστειλε ένα τερατόμορφο κήτος να ταράζει τα νερά γύρω από το νησί, μέχρι να θυσιάσουν κάποιον, να γίνει μεζεδάκι του κήτους δηλαδή, για να πέσει πάλι σε νιρβάνα ο καλός θεούλης. Τότε, οι κάτοικοι του νησιού άρχισαν να ρίχνουν κλήρο αναμεταξύ τους για το ποιος θα θυσιαστεί, αλλά μάταια. Και στις τρεις κληρώσεις που έγιναν, είχε τζακ ποτ. Σε μαύρη απελπισία έπεσαν οι κάτοικοι, μέχρι την στιγμή που κάποιο ελληνόπουλο ξυπνάει από τον βαθύ λήθαργο που είχε πέσει. Το παιδί Βλάκας. «Εγώ θα θυσιαστώ» είπε με βαριά φωνή το θαρραλέο ελληνόπουλο. Ευθύς γδύνεται, φοράει το γούνινο armani μαγιό του από δέρμα ασβού και κατευθύνεται με τόλμη στην άκρη του λιμανιού. Δίνει μια, και το καλογυμνασμένο μελαψό κορμί του διαγράφει μια καμπύλη στο κενό, προτού χαθεί από το βλέμμα των εκστασιασμένων κατοίκων και ακουστεί ένας βαρύς γδούπος.
Το παιδί Βλάκας είχε ξεχάσει ότι άφησε αραγμένο το κανό που του είχε χαρίσει ο αρχηγός των ινδιάνων «Πιάσε μας κι άλλο τον κώλο». Χωρίς να χάσει καθόλου χρόνο, παρά την ζαλάδα και το καρούμπαλο, το παιδί Βλάκας ανοίγει το μαγικό βαλιτσάκι που κουβαλά πάντοτε μαζί του, και βγάζει το υπερκουπί που έχει από μια προπελίτσα σε κάθε άκρη. Άρχισε να χώνει με πυγμή το υπερκουπί μέσα στην λυσσασμένη θάλασσα… χλάπα χλουπα… χλάπα χλούπα… και να τραβάει για τα ανοιχτά. Έντρομοι τον κοιτούσαν οι κάτοικοι να κάνει πότε ζικ ζακ, πότε  κύκλους γύρω από τον εαυτό του σαν νετρόνιο, αλλά μην νομίζεται φίλοι μου ότι το παιδί Βλάκας χάθηκε. Απλά το πήρε λίγο λοξά γιατί προσπαθούσε να τραβήξει το τερατόμορφο κήτος μακριά. Ξάφνου κάτι πελώριο έκρυψε τον ήλιο. Ήταν το κήτος που έκανε σάλτο έξω από την αφρισμένη και λυσσασμένη θάλασσα για επίδειξη  ισχύος. Ενός κακού μύρια έπονται ή αν το έχει η κούτρα σου να κατεβάζει ψείρες, να ‘σου παθαίνει μηχανική βλάβη το κανό και το θαρραλέο ελληνόπουλο, το παιδί Βλάκας ρίχνεται στην φουρτουνιασμένη θάλασσα με αλαλαγμούς για να παλέψει με το θηρίο. «Ει δεινόσαυρε» φώναξε, «αν σου βαστάει βγ…» δεν πρόλαβε να τελειώσει και κάτι σαν τεράστια σπηλιά φάνηκε από κάτω του και το παιδί Βλάκας χάθηκε. Η θάλασσα άρχισε να κοπάζει. Οι κάτοικοι του νησιού άρχισαν να σταυροκοπιούνται. Στην κοιλιά του κήτους το θαρραλέο ελληνόπουλο, ένιωσε μια ζέστη και μια χαλάρωση νομίζοντας ότι είναι σε ιαματικά λουτρά με αιθέρια .έλαια ρέγγας. Το κήτος όμως ένιωσε μια ξαφνική δυσφορία. Μια αναγούλα. Ένιωσε την ανάγκη αυτό το τερατόμορφο θαλάσσιο πλάσμα κάπου να πιαστεί και αναρωτιόταν για ποιον λόγο  τα σκατά είναι νοστιμότερα από τον μεζέ που μόλις έφαγε. Γυρνάει στο λιμάνι, ανοίγει το πελώριο στόμα του, και ξερνάει πάνω στους κατοίκους του νησιού το παιδί Βλάκα μαζί με κάτι μπακαλιαράκια που είχε χλαπακιάσει νωρίτερα. Και έτσι λοιπόν, και ο καλός θεούλης ευχαριστήθηκε και το νησί σώθηκε, και το παιδί Βλάκας ζει και βασιλεύει.      

date 26/4/11

8 σχόλια to “Ο ξερασμένος κωπηλάτης”

  1. OOO
    26 Απριλίου 2011 στις 10:58 μ.μ.

    Σε εμπνεει ανεπαναληπτα.

  1. Rodia
    26 Απριλίου 2011 στις 11:50 μ.μ.

    Ποιος ειναι; Μαρτυρα! Ο Σπορτ Μπίλι, ε;

  1. tiktos
    27 Απριλίου 2011 στις 6:21 π.μ.

    AdeGia
    από μόνος του,είναι δέκα τόμοι κόμικς:-)

    Rodia
    δεν το μαρτυράω,όποιος το βρει κερδίζει 10ήμερη κρουαζιέρα στους αγίους τόπους με το κανό:-)

  1. Unknown
    28 Απριλίου 2011 στις 10:07 π.μ.

    Δηλαδη οι κατοικοι της ''μπιελ[λ]ας''
    δεν γλυτωνουν με τιποτα;;;

  1. tiktos
    28 Απριλίου 2011 στις 2:45 μ.μ.

    tasoyla
    Μα με τίποτα.
    Ούτε αυτά τα ζλάπια που λέγονται όρνια δεν τους τρώνε

  1. nikolas
    29 Απριλίου 2011 στις 5:24 μ.μ.

    και ζήσαν αυτοί καλά και μεις χειρότερα φίλε tikto...

  1. OXΙά
    29 Απριλίου 2011 στις 6:13 μ.μ.

    Είναι ο πρώτος στην ιστορία που βρήκε λακκούβα στην θάλασσα.

  1. tiktos
    29 Απριλίου 2011 στις 6:47 μ.μ.

    nicolas
    ναι γαμώ τον Αίσωπό μου

    οχια
    ναι αλλά είναι ο καταλληλότερος